λελούδι

λελούδι
το
βλ. λουλούδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λουλούδι — και λελούδι και λούλουδο, το (Μ λουλούδιν και λουλούδι) το μέρος τού φυτού που περιλαμβάνει τα όργανα τής αναπαραγωγής του και στο οποίο αναπτύσσεται ο καρπός, το άνθος 2. καθετί ωραίο και αγαπητό, κόσμημα, στολίδι («λουλούδι τής Μονεμβασιάς και… …   Dictionary of Greek

  • λούλουδο — λούλουδο, το και λελούδι, το το λουλούδι, το άνθος:Μες στου χειμώνα την καρδιά της μυγδαλιάς τα λούλουδα (Κ. Παλαμάς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”